μεταστρέφεσθαι

μεταστρέφεσθαι
μεταστρέφω
turn about
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μεταστρέφεσθ' — μεταστρέφεσθε , μεταστρέφω turn about pres imperat mp 2nd pl μεταστρέφεσθε , μεταστρέφω turn about pres ind mp 2nd pl μεταστρέφεσθαι , μεταστρέφω turn about pres inf mp μεταστρέφεσθε , μεταστρέφω turn about imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”